- καταπατούμαι
- καταπατούμαι, καταπατήθηκα, καταπατημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:καταπατούμαι : απαντάται ορισμένες φορές και η κλίση κατά το ανακτώμαι (βλ. πίν. 61
) ή το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59
).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.